- σμαραδόχλους
- -ουν και -οος, -οον, Μφρ. «σμαραδόχλους ὥρα» — η ομορφιά τού ζωηρού πράσινου χρώματος τών σμαραγδιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + -χλους / -χλόος (< χλόη), πρβλ. ξανθό-χλους, φοινικό-χλους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.